κρίνας

κρίνας
κρί̱νᾱς , κρίνω
separate
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …   Dictionary of Greek

  • παραχωρίζω — Α παραδίδω («κρίνας ἔνοχον θανάτῳ παρεχώρισα» τόν έκρινα ένοχο και τόν παρέδωσα νά θανατωθεί, τόν καταδίκασα σε θάνατο, επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χωρίζω (< χῶρος), πρβλ. κατα χωρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”